- υπότροπος
- -η, -ο / ὑπότροπος, -ον, ΝΜΑ [ὑποτρέπομαι](για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται μετά από κάποια διακοπήνεοελλ.1. (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) εκείνος ο οποίος, ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου, διαπράττει μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα νέο έγκλημα τής ίδιας βαρύτητας, πάλι με δόλο2. εκείνος που κάνει για δεύτερη φορά το ίδιο παράπτωμααρχ.1. αυτός που ξαναγυρίζει, που επιστρέφει («ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που συνέρχεται, που ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του μετά από χτύπημα («πρὶν αὖτις ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι», Θεόκρ.)3. φρ. «ὑπότροπον ἦμαρ» — η μέρα τού γυρισμού.
Dictionary of Greek. 2013.